WC - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

WC - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wc; W.C.; WC (disambiguation); W.c.; Wc.; W C

WC         

сокращение

[water cushion] водяная подушка (при опробовании испытателем пласта на бурильных трубах)

[water-cut] обводнённый (о нефти)

[wildcut] разведочная скважина

существительное

общая лексика

туалет

синоним

water closet

W.C.         

общая лексика

ватер-клозет

санузел

туалет

уборная

w.c.         

существительное

общая лексика

уборная

без оплаты

синоним

water closet; without charge

Ορισμός

WC
(WCs)
A toilet is sometimes referred to as a WC, especially on signs or in advertisements for houses, flats, or hotels. WC is an abbreviation for 'water closet'. (BRIT)
= toilet
N-COUNT

Βικιπαίδεια

WC

WC or wc may refer to:

  • Water closet or flush toilet
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για WC
1. September 2005 Football: Norways women win WC qualifier Norways women footballers won another WC qualifier when they beat Serbia and Montenegro 4–0 on Saturday.
2. Honoured first guest please to use the Imam‘s own WC." A privilege indeed.
3. The next WC race is held in Belgium in three weeks time. (NRK)
4. Norway‘s women play their next WC qualifier away against Greece in March. (NRK)
5. A goal two minutes on overtime by Morten Gamst Pedersen (photo) kept Norway on course for WC qualification.
Μετάφραση του &#39WC&#39 σε Ρωσικά